Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

υποβάλλω σε βασανιστήρια

  • 1 пытка

    пытк||а
    ж
    1. τά βασανιστήρια, ἡ βάσανος, τό μαρτύριο:
    орудия \пыткаи τά ὅρ-γανα βασανισμού, τά βασανιστήρια· подвергнуть \пыткае βασανίζω, ὑποβάλλω σέ βασανιστήρια, ὑποβάλλω σέ μαρτύρια·
    2. перен τό μαρτύριο[ν], τό βάσανο, ἡ ταλαιπωρία, ἡ δοκιμασία.

    Русско-новогреческий словарь > пытка

  • 2 пытка

    пытка ж το βάσανο· το βασανιστήριο (чаще мн.)' подвергнуть \пыткаам υποβάλλω σε βασανιστήρια
    * * *
    ж
    το βάσανο; το βασανιστήριο (чаще мн.)

    подве́ргнуть пы́ткам — υποβάλλω σε βασανιστήρια

    Русско-греческий словарь > пытка

  • 3 пытать

    -аю, -аешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пытанный, βρ: -тан, -α
    ρ.δ.μ.
    1. βασανίζω, υποβάλλω σε βασανιστήρια. || ταλαιπωρώ, καταπονώ.
    2. (απλ.) δοκιμάζω, αποπειρώμαι να πράξω.
    3. (διαλκ.) ρωτώ να πληροφορηθώ.
    4. αποπειρώμαι, επιχειρώ.
    δοκιμάζω, αποπειρώμαι, επιχειρώ.

    Большой русско-греческий словарь > пытать

  • 4 тиранить

    -ню, -нишь
    ρ.δ. τυραννώ, βασανίζω• καταπιέζω. || παλ. χτυπώ, υποβάλλω σε βασανιστήρια.

    Большой русско-греческий словарь > тиранить

См. также в других словарях:

  • ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… …   Dictionary of Greek

  • κριτηρεύ(γ)ω — (Μ) υποβάλλω σε βασανιστήρια, βασανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριτήριον + κατάλ. εύγω (πρβλ. κινδυν εύγω)] …   Dictionary of Greek

  • βασανίζω — (AM βασανίζω) [βάσανος] 1. υποβάλλω κάποιον σε βασανιστήρια 2. (για θέματα και ζητήματα) ελέγχω λεπτομερώς, εξετάζω εξονυχιστικά νεοελλ. τυραννώ, καταταλαιπωρώ κάποιον αρχ. 1. φρ. «βασανίζω χρυσόν» ελέγχω τη γνησιότητά του τρίβοντάς τον επάνω στη …   Dictionary of Greek

  • κολάζω — (AM κολάζω) 1. επιβάλλω ποινή, τιμωρώ («οὐ γάρ τι θανάτῳ τοὺς κακοὺς κολάζομεν», Ευρ.) 2. περιορίζω, μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση ή τα κακά αποτελέσματα μιας πράξης, ενός λόγου ή μιας ενέργειας (α. «για να κολάσει το σφάλμα του, έκανε κι… …   Dictionary of Greek

  • μυριοτυραννίζω — (Μ) 1. υποβάλλω σε πολλά βασανιστήρια 2. κάνω κάποιον να υποφέρει πάρα πολύ, κατατυραννώ 3. μέσ. μυριοτυραννίζομαι υποφέρω, βασανίζομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + τυραννίζω] …   Dictionary of Greek

  • ξηραίνω — και ξεραίνω (ΑΜ ξηραίνω) [ξηρός] καθιστώ κάτι ξηρό αφαιρώντας το νερό, την υγρασία, αποξηραίνω, στεγνώνω νεοελλ. 1. αναισθητοποιώ 2. σκοτώνω 3. μέσ. ξεραίνομαι α) πεθαίνω β) μτφ. i) κοιμάμαι βαθιά ii) μένω κατάπληκτος, αποσβολωμένος 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»